Καλοκαίριασε μάνα
άνοιξαν οι ταράτσες
οι αυλές
οι πλατείες
Άκουσα τα γέλια
που σύνθλιψαν τις κλειδαριές στα παραθύρια
Δεν χορταίνω να τα ακούω μάνα
Τι βάσανο κι αυτό
να περιμένεις έναν ολόκληρο χειμώνα να περάσει
για να σου' ρθει ο Ιούλιος
κι ο Αύγουστος
που πλακώνονται φίλια κι αγγίγματα
και χώνεις τα χέρια κάτω απτην άμμο
να πιάσεις βρεγμένα δάχτυλα
αγαπημένα δάχτυλα
Κι εκείνο το απόγευμα τον είδα μάνα
να με κοιτά με πείσμα μες στα μάτια
σαν μωρό που σε καρφώνει με επιμονή
με μάτια μπηγμένα στο δάκρυ
να βλέπω τις λέξεις να φεύγουν απτις κόρες
να ρέουν έξω
Και με πόδια ξυπόλυτα να τρέχει
πάνω στα κρύα πλακάκια
να στενεύει μες στο δωμάτιο
να πνίγει το σώμα του σένα στρώμα
-φίλησε με
+φοβάμαι
-τι;
+θα μου ρουφήξεις την ψυχή
είπε
και σκόρπισε μάνα
χάθηκε κάτω απτο δέρμα
με μια θέρμη στο πετσί
τόσο οικεία μάνα
θυμόταν ακόμη το χίονι έξω απο το παράθυρο
και το τρίξιμο που έκαναν οι σανίδες του κρεβατιού
ένας ήχος άσπιλος
κι αθώος
κοιμήθηκε μέναν νεκρό εχθρό,μάνα
αγκάλιασε το αιώνιο
κι εκείνο έγινε αιχμηρό
μάτωσε τα ''για πάντα''
σε γουλιές
και μαξιλάρια
Το τέλος δεν είναι κρότος
δεν είναι λυγμός μάνα
Επικίνδυνο να γεμίζεις όλες τις ραφές
μέσα απο έναν καθρέφτη
Κι αυτό το κουμπί ρε μάνα
με την ένδειξη ''μου αρέσει''
με καίει
Κανένας δε (μου) διαβάζει δυνατά ιστορίες πιά
εκτός αν είσαι παιδί
ούτε πιά γράμματα
μόνο λογαριασμόι
Τον είδα πάλι μάνα
στα χαμηλά
Θα με πάρει μια νύχτα είπε
να μου δείξει την πόλη
δεν είναι δρόμοι και κτίρια μόνο
λεει
Είναι ο αντίλαλος
απο το παιδικό μας γέλιο
που κόβει τη νύχτα σε κομμάτια
είναι το σκουριασένο ποδήλατο
που θυμάται τα έφηβα βήματά μας
οι σκισμένες φωτογραφίες
που επιπλέουν στο νερό
και το βρεγμένο χώμα που κρατάει την ιστορία μας νωπή
Φοβήθηκα μάνα
την ζωή
πιό πολύ απο τον θάνατο
με μούτρα υποχόνδρια
Γλίστρησα
κι έπεσα
κι έκλαψα
κι εκέινος εκεί
με εκείνο το ξεχαρβαλωμένο βλέμμα μάνα