Σελίδες

27 Απριλίου 2012








































Καλοκαίριασε μάνα
άνοιξαν οι ταράτσες
οι αυλές

οι πλατείες
Άκουσα τα γέλια 
που σύνθλιψαν τις κλειδαριές στα παραθύρια
Δεν χορταίνω να τα ακούω μάνα
Τι βάσανο κι αυτό
να περιμένεις έναν ολόκληρο χειμώνα να περάσει
για να σου' ρθει ο Ιούλιος
κι ο Αύγουστος
που πλακώνονται φίλια κι αγγίγματα
και χώνεις τα χέρια κάτω απτην άμμο
να πιάσεις βρεγμένα δάχτυλα
αγαπημένα δάχτυλα



Κι εκείνο το απόγευμα τον είδα μάνα
να με κοιτά με πείσμα μες στα μάτια
σαν μωρό που σε καρφώνει με επιμονή
με μάτια μπηγμένα στο δάκρυ
να βλέπω τις λέξεις να φεύγουν απτις κόρες 
να ρέουν έξω 
Και  με πόδια ξυπόλυτα να τρέχει
πάνω στα κρύα πλακάκια
να στενεύει μες στο δωμάτιο
να πνίγει το σώμα του σένα στρώμα
-φίλησε με
+φοβάμαι
-τι;
+θα μου ρουφήξεις την ψυχή
είπε
και σκόρπισε μάνα
χάθηκε κάτω απτο δέρμα 
με μια θέρμη στο πετσί
τόσο οικεία μάνα
θυμόταν ακόμη το χίονι έξω απο το παράθυρο
και το τρίξιμο που έκαναν οι σανίδες του κρεβατιού
ένας ήχος άσπιλος
κι αθώος
κοιμήθηκε μέναν νεκρό εχθρό,μάνα
αγκάλιασε το αιώνιο
κι εκείνο έγινε αιχμηρό
μάτωσε τα ''για πάντα''
σε γουλιές
και μαξιλάρια
Το τέλος δεν είναι κρότος
δεν είναι λυγμός μάνα
Επικίνδυνο να γεμίζεις όλες τις ραφές
μέσα απο έναν καθρέφτη


Κι αυτό το κουμπί ρε μάνα 
με την ένδειξη ''μου αρέσει''
με καίει 
Κανένας δε (μου) διαβάζει δυνατά ιστορίες πιά
εκτός αν είσαι παιδί
ούτε πιά γράμματα
μόνο λογαριασμόι
Τον είδα πάλι μάνα
στα χαμηλά
Θα με πάρει μια νύχτα είπε
να μου δείξει την πόλη
δεν είναι δρόμοι και κτίρια μόνο
λεει
Είναι ο αντίλαλος
απο το παιδικό μας γέλιο
που κόβει τη νύχτα σε κομμάτια
είναι το σκουριασένο ποδήλατο 
που θυμάται τα έφηβα βήματά μας
οι σκισμένες φωτογραφίες 
που επιπλέουν στο νερό
και το βρεγμένο χώμα που κρατάει την ιστορία μας νωπή

Φοβήθηκα μάνα
την ζωή
πιό πολύ απο τον θάνατο
με μούτρα υποχόνδρια
Γλίστρησα
κι έπεσα
κι έκλαψα 
κι εκέινος εκεί 
με εκείνο το ξεχαρβαλωμένο βλέμμα μάνα








26 Απριλίου 2012





























Αν μέσα στη ψυχή σου έχεις κρύψει ένα μπαλόνι
και δυο παπούτσια παιδικά
κανένας δεν το ξέρει

Κι αν έρθει η ώρα 
που εσύ δεν θα βλέπεις πια
θα γράφω εγώ για σένα τις λέξεις
θα κρατάω τα κόμματα
θα  σφίγγω τα θαυμαστικά
θα χαλαρώνω τις τελείες
και θα σβήνω τα αποσιωπητικά
Σε ένα κορδόνι απάνω θα κρεμάσω τα βήματα μας να τα δένεις κάθε πρωί πριν φεύγεις

Να λες παιδί μου ¨σαγαπω¨
κι ας ειν’ ο κόσμος κούφιος
κι ας ειν’ τα μάτια τους στεγνά
βασανισμένα
Να λες  “δεν είναι τόσο αργά’’
κι ας πέρασαν τα χρόνια
κι ας ζάρωσαν τα χείλη
Να βλέπεις πέρα από τη σάρκα
-σου το λέω-
ο κόσμος 
δεν επέζησε χάρη στην πέτρα
ή στο χαρτί
μα από τους έρωτες
τα γέλια ή τα πάθη
κι απ’της μητέρας την στοργή 
κρατήθηκε
να μην σκορπίσει.
Αν μέσα στη ψυχή σου έχεις κρύψει ένα μπαλόνι
Και δυο παπούτσια παιδικά
πρέπει να πολεμήσεις. 

























19 Απριλίου 2012

Oρθο Γραφια




Μια μουσική παίζει απο το δωμάτιο σου
διαπερνάει τη πόρτα σου
γεμίζει το σαλόνι
χαιδεύει το καναπέ
σέρνεται απο το χαλί μέχρι τον διάδρομο
πηδάει 
απο το παράθυρο 
με φόρα
πάνω στα αυτιά μου
Στα κάκγελα βρήκα δεμένο το μπαλόνι σου
φουσκωμένο 
και άχρωμο
-άχρωμο
όποτε σκέφτομαι  αυτή την λέξη μούρχεται πάντα το λευκό-
μπορεί να ήταν και λευκό
δέν πολυθυμάμαι
Η γριά σου διασχίζει κάτω το δρόμο 
με ένα μάτσο σακούλες
στα χέρια.
Κρέμονται με τέτοια επιμονή απο τους καρπούς της
που νόμιζεις θα την τραβήξουν χάμω.
Έφτασε το καλοκαίρι κι εσύ ακόμα ορθογραφία δεν έμαθες,μου’λεγες
κοίτα να διορθώσεις τα λάθη σου πρίν τον χειμώνα.
Όλη μέρα ταβάνι κοιτάζεις


Θα σηκωθώ μια μέρα και θα τρέξω πάνω στα χώματα
να με λούσει η βροχή
να βουτάω στις λάσπες 
με τα πόδια γυμνά
να μουσκευτούν τα μαλλιά μου
Να τρέχω
και να τρέχω
Να μη γέρνω πια
να μη γερνάω
Σου λέω εγω
εγω
σου
 λεω
        εγω. . .
Κι αν σέρνομαι κάτι με πατάει
κι αν κάτι με πατάει μπορεί και να πετάει . . .
Να φωνάξω στην φωνή μου;
Έφαγα τη φωνή μου 
με εκατό κουταλιές ανάσας
κι ορθογραφία
πάλι 
δέν 
έμαθα.


4 Απριλίου 2012

Έ φ υ γ α


























Μην περάσεις από το σπίτι

Έφυγα
Χθες το βράδυ
Τους καναπέδες τους πήρα
Ξέρεις,εκείνους τους πορτοκαλί καναπέδες,που ξάπλωνες τα μεσημέρια
Τους πήρα μαζί μου


Θα πάρω και το κρεββάτι
διαλυμένο και φορτωμένο από εκείνες τις νύχτες
αλλά είναι το μόνο που μου προσφέρει ηρεμία
Δε μπαίνω στο κόπο να αγοράσω άλλο 


Τα παπούτσια σου στο μπαλκόνι,.....πλυμένα


τα ρούχα σου στη ντουλάπα,.....τα σιδέρωσα


στη τραπεζαρία άφησα τα άλμπουμ,δεν ήξερα που να τα χωρέσω


Το ψυγείο το άδειασα,μόνο ψωμί και λίγο από το καφέ σου απέμεινε
έβγαλα και τη πρίζα απτό τηλέφωνο


Ευκαιρία να διαβάσεις και τα βιβλία σου


Φεύγοντας μην κλειδώσεις!
μισάνοιχτη ναναι η πόρτα,να κάνει λίγο ρεύμα


Και τα παράθυρα


ανοιχτά
αφήσετα ανοιχτά
να αδειάσει λίγο ο χώρος να περάσει αέρας


Αν θέλεις μπορούμε να μοιραστούμε για λίγο καιρό ακόμα το στρώμα,ώσπου να βολευτείς
Μπορείς να περνάς να ακουμπάς και κανένα μεσημέρι στους καναπέδες


Κάτι συμβαίνει τις Κυριακές τα μεσημέρια 
εδώ στη γειτονιά


Οι φωνές αναβλύζουν ακόμα από τα μάτια μου
χύθηκαν πάνω στα μάτια σου
πάνω στο κρεβάτι
πάνω στους καναπέδες


Ξέρεις,εκείνους τους πορτοκαλί καναπέδες που ξάπλωνες τα μεσημέρια
τους πήρα μαζί μου
Έφυγα