Σελίδες

4 Μαρτίου 2013

Είμαι



















Γυρίζω σπίτι

ρίχνω με αφέλεια την τσάντα στο χώλ
τσαλαπατάω  τις σόλες μου 
 και τινάζω τα παπούτσια με φόρα στο πλατύσκαλο
Είμαι επτά
Βρέχω τα χέρια μου ξεγελώντας την μάνα μου
πως τα'χω πλύνει
τραβώ τη καρέκλα
και σέρνομαι σιμα στο τραπέζι
Είμαι δεκατεσσάρων
Τσακίζω μια γωνία ψωμιού
βουτάω τα δάχτυλα μου στη λαδομένη σαλάτα
και ενα χέρι -που δεν αφήνει ποτέ στο σαγόνι σου σάλτσα να τρέξει-
τεντώνεται
σε σκουπίζει
σου προσφέρει ενα  ποτήρι νερό
που δε χωράει η παλάμη σου να αγκαλιάσει
και -μπαμ-
Είμαι 22
Καθίμενη στο έδρανο του αμφιθεάτρου
γελάω/
αντιδρώ/
κοιμάμαι/
φλερτάρω με διπλανούς/
παρουσιάζω/
πυροβολώ στοχευμένα τις ώρες μου και
φτιάχνω πέταλα μαργαρίτας
σε διάφανα εξώφυλλα
Άθελά μου
μου'ρχονται κλάματα
βγαίνω απ'την αίθουσα
να φτιάξω την ανάσα μου 
και θυμάμαι μια μοναξιά τετελεσμένη
που την φυλάω μέσα σ'ένα γυάλινο δοχείο
ακουμπισμένη πάνω στο παλιό κομοδίνο σου
γιατι φοβάμαι μήν αρχίσει να απλώνεται
Γίνομαι 30
Αρχίζω να επινοώ ακυρωμένα δρομολόγια
το μυαλό μου σηκώνει μποφόρ
μήπως και φύγω για κάπου
μήπως και πάψω να κάνω βόλτες 
πάνω απο πτώματα
Κουβαλάω στη τσέπη μου
ένα πιρούνι
ενθύμιο πια
απ'το ''πόλεμο''εκείνης της μέρας
που πέταξα χάμω τα παπούτσια μου
και δε στάθηκα λεπτό πλάι σου
να σου ρίξω -έστω- μια γρήγορη ματιά
-ΜΠΑΜ-
Κι ενώ η πόρτα αυτής της κουζίνας 
έκλεισε χρόνια τώρα
οι γείτονες πάντοτε με βρίσκουνε
κι ας αλλάζω συνεχώς σπίτια 
και διευθύνσεις
Απο αδυναμία και μόνο το κάνω
γιατί δε περνάει μέρα που να μην
θυμάμαι εκείνα τα χέρια 
που φρόντιζαν
και χτένιζαν 
το λουσμένο κεφάλι μου
κι εγώ μ'όλη τη παιδικότητα μου
βουτούσα τα βρώμικα χέρια μου
σε ένα πιάτο
-ΜΠΑΜ-
κι έφυγες
Ο κόσμος στερεύει
μ'αδειάζει
μ'αηδιάζει
Ίσως μείνω για πάντα επτά