Σελίδες

18 Οκτωβρίου 2012

Δευτέρα



Και τρόμαξα με την ζωή
και χώθηκα σέ ένα κελί
προχώρησα με βλέμμα υγρό
με χέρι καθαρό
 μόνο μου όπλο έναν κίτρινο ουρανό
Απο πού να αρχίσω
δίχως  τέλος  να κυλήσω
να αφοπλίσω

να μυρίσω

να γεμίσω 

να οπλίσω

να σημαδέψω στο νερό

και πυροβολώντας
να μιλήσω

Είχα πεί πως θα γυρίσω
θα κρατήσω ό,τι μένει στο μυαλό
λευκά ψέματα
ένα μάτι που τα βλέπει όλα
μια καμπύλη
την γραμμή στο πρόσωπο
Κι άν πρέπει να φύγω;
εύχομαι οτι  απλά θα φύγω


Έρχομαι μέ έναν ήλιο στο κεφάλι
κι είσαι ανήσυχος καθώς  φεύγει
και δύει
και χάνεσαι
και με αφήνεις χωρίς ανάσα
και κλεινεις την πόρτα
και νιώθω σα να πήρες τον αέρα έξω απο το δωμάτιο
μαζί σου
Κι όπως η άμμος μπορεί να γλιστρήσει
 ανάμεσα απο τα δάχτυλά σου
έτσι μπορούν και όλες οι μέρες σου
Σαν μια σταγόνα παχιά
και διαπεραστική 
θα περιμένεις
Κι οταν η βροχή ξεκινήσει να πέφτει
θα απλώσω τα χέρια να σε πιάσω μή πέσεις

Άν τα καταφέρουμε μπορεί να καθίσουμε μαζί μία δευτέρα
και να γελάσουμε
κάτω απ'τον ήλιο
πάνω σε χόρτα ξερά
Άν δεν τα καταφέρουμε
να ξέρεις,πως υπάρχει μία κυρία που είναι σίγουρη
πως ό,τι λάμπει είναι χρυσός
Αγοράζει μια σκάλα για τον ουράνο
κι όταν φτάνει εκεί ξέρει
οτι κάτι σέρνει τη ψυχή της σ'ένα όμορφο έδαφος
Και είναι δευτέρα.


2 Οκτωβρίου 2012

ΒόμΒα Στιγμών




















Περπάτησα λεει εχθές με ένα κόκκινο παλτό
σε μια λεωφόρο 
γεμάτη μανόλιες.
Ενα κίτρινο λεωφορείο με διαπέρασε κορνάροντας επίμονα
Μια γάτα μου παραπονέθηκε στο πεζοδρόμιο,
φανάρια μου έγνεφαν ειρωνικά μέσα στη νύχτα.
Σαυτό εδώ το παράθυρο του ισογείου
καμπουριασμένος απάνω στην γραφομηχανή του
με δυό φαγωμένα γκρίζα γάντια
έλιωνε λέξεις
Δεν περίμενε υπομονετικά.
Το χέρι του πήγαινε
πήγαινε
μιά στο τσιγάρο μιά στο κρασί
και το δάχτυλο ''τακ''
 στο γιώτα,στο λάμδα.
Πισω του μια στίβα πιάτα που ακόμα δεν είχαν πλυθεί
πλαί στο γραφείο
 μία  τετράποδη παρέα ανασαίνει βαριά
Χυμένος στο πάτωμα
σχεδόν συνομήλικος του
 με μουσούδα κατάστεγνη.
Φιγούρες που το μυαλό εύκολα συγκρατεί
δύσκολα αποχωρίζεται
Ο ήλιος  έκαιγε κάθε σπλάχνο στο πέρασμα, 
κι οι λέξεις φεύγανε σα ρουκέτες πάνω στα πλήκτρα:

Σου μιλώ για μιά εποχή
που κόσμος θα βηματίζει χωρίς βάρος στα πόδια
Θα κρατάνε χέρια στα χέρια τους
και θα γλιστράνε με φόρα στο πάγο
Περισσότερο απ'όσο πρέπει
περισσότερο απ'όσο χρειάζεται.
Ο ήλιος θα γεμίζει τις λάμπες
και θα ζεστάινει το μέσα μας
Το βράδυ στις 11 μια κόκκινη κάπα 
στεκότανε στο παράθυρο μου
δεν γύρισα να μιλήσω
Το ποτήρι καθρέφτιζε ενα πρόσωπο γυναικείο
λευκό απ'το κρύο
Νόμιζα θα μιλήσει
μα κοίταζε μέσα στο δωμάτιο,
να βρεί καμιά σκόρπια λέξη ίσως
Έμεινε ώρα εκεί
μέχρι που κόλλησα ένα τσιγάρο στο στόμα
τράβηξα σπίρτο 
και με τη πρώτη βαθιά, 
χάθηκε.
Ούτε που πρόλαβα.
Που πάνε;
μέσα στη νύχτα
 που πάνε;
ξοδεύουν αλόγιστα τον εαυτό τους
σε πεζοδρόμια
σε πάρκα
μέσα σ'ανελκυστήρες
με φυλακές τίγκα
τρελοκομεία γυμνά
Ο έρωτας προς τα μέσα
με εκέινη τη κόκκινη κάπα
Τη ξέχασα κιόλας
Πως πέρπατάει
πως μιλάει κι αγαπάει;
Στις τσέπες τί νά'χε;
Ίσως στην δεξιά την εποχή που σου λέω
 Και στην αριστερή μια βόμβα στιγμών
Ούτε που πρόλαβα.
Έσκασε
κι ανατίναξε
κάθε στιγμή
κάθε βλέμμα 
Τις βρώμικες σελίδες μου
το τασάκι
Σκόρπισε στον αέρα
τις ξάπλες μας στο κρεββάτι
τα ρουχα 
τα γράμματα
τα παιχνίδια.
Κι ούτε που πρόλαβα.