Σελίδες

26 Δεκεμβρίου 2012

Mε ένα όπλο στο χέρι




Εγώ δεν έκλαιγα
σήμερα
με κάνανε να κλάψω
δεν έτρωγα
σήμερα
μου δώσανε να φάω
δεν χαμο-γελούσα
σήμερα
μου σκίσανε το στόμα μου
και κάρφωσαν δυο πινέζες
στις άκρες
Δεν έκανα παύσεις
μου είπανε
να σταματήσω
να δώσω χώρο
στον χρόνο
να γεμίσει με κάτι
Κάτι
απο κάποιον
και λίγο χρόνο
σε έναν χώρο
με κάποιους
κάποτε
κάπου
Και πήγα
και γέμισα το κρεβάτι
με φωτογραφίες
στάθηκα μπροστά τους
κρέμασα τα δάχτυλα στα γόνατα
κι έλυσα τα μαλλιά μου
κάτω στους ώμους.




Κοίταξα
κοίταξα με προσπάθεια
με επιμονή
Κι είδα
σαν πρόβα ζωής
τα χαμόγελα
τις παρέες
τα σώματα
που περιφέρονται χωρίς ορίζοντα
σε κύκλους αυτιστικούς
στριφογυρνάνε
και τεντώνονται
πάλλονται
Κι έχει έρθει η στιγμή
που θέλεις
να βγάλεις
ένα αυτόματο
απο την τσέπη
και να αρχίσεις να βαράς,
προς πάσα κατεύθυνση
Και κοιτώντας
απο την κάνη
βλέπεις
την κόκκινη κλωστή
στο δάχτυλό σου
εκείνη την κλωστή
που είχες δέσει
για υπενθύμιση
μη τυχόν και ξεχάσεις
πως το χάος
έχει Έναν χτύπο
το κενό
Έναν σφυγμό
και όλα υπάρχουν μέσα σου
σε μια παγκόσμια
μοναξιά

28 Νοεμβρίου 2012

Γκρί Φάκελος




Άκου
τα βράδια μπαίνω σπίτι μου κοιτώντας κάτω.
Ψάχνω για εκείνα τα γκρί γράμματα που μου έριχνες κάτω απ'την πόρτα.
Ύστερα λέω..περίμενε,πάνε 2 εβδομάδες που στα πλακάκια δεν βρίσκω τίποτα.
Ούτε λογαριασμούς,ούτε διαφημιστικά,όπως συνηθίζουν μέρα τη μέρα να μου γεμίζουν το σπίτι.
Να μου αδειάζουν το μυαλό.
Ανάβω το φώς,βηματίζω αμήχανα με τα παπούτσια μου μήπως και τον πατήσω,εκέινον τον γκρί φάκελό σου.
Μπορεί να μην είχες φάκελο όμως,κι απλά να έχωσες ένα σκέτο χαρτί κάτω απ'την χαραμάδα,το οποίο θα γλίστρησε κάπου εδώ.
Ή να πέρασες απο έξω,να δίστασες και να έφυγες.
Να οδήγησες μέχρι το σπίτι μου,να στάθηκες κάτω απο τα μπαλκόνια και..δε ξέρω μωρέ..

Είναι φορές που κάνω την σκέψη πως θα φύγω απ'το σπίτι κι ακόμα δεν θά'χω βρεί δύο λόγια δικά σου,γραμμένα απ'τα χέρια σου.


Τα χέρια σου.
Κάτι μπλέ Κυριακές που σχεδίαζες με τα δάχτυλα στο πανί.

Τι χειρότερο από το να ζεις μόνο τις Κυριακές;
το να μη ζεις καθόλου, δεν περιλαμβάνει καμία συνείδηση.

Μερικές φορές αναρωτιέμαι πού χωράνε όλα αυτά

-μέσα μας-

στοιβαγμένα με την μουσική που παίζει ανελλιπώς.

Χέστα μωρέ.Χάλια!
Γάμησε και τις Κυριακές,τις ξεπέρασα,θα αγαπήσω τις Τρίτες που δεν αγαπήθηκαν απο πολλούς.


26 Νοεμβρίου 2012

Ο μοιρασμένος ύπνος




Κοιμήθηκα πλάι σε έναν άνθρωπο χθες
μοιραστηκα ένα πάπλωμα
σε ένα στρώμα 
με δυο μαξιλάρια
Ονειρεύτηκα παρέα με έναν άνθρωπο χθες
γέλασα
ησύχασα
έβηξα σιωπηλά
πίσω απτά κλεισμένα μάτια μας
με βρεγμένα μαλλιά
κι ούτε συναντηθήκαμε μες στο σεντόνι

Ξύπνησα με έναν άνθρωπο σήμερα
σε μια πόλη αδιάφορη
με τα πόδια γυμνά
τα μαλλιά μου πλέον στεγνά

Γνώρισα έναν άνθρωπο σήμερα
τα στραβά δάχτυλα των ποδιών του
τα 2 δευτερόλεπτα στο σφυγμό του
κι ούτε συναντηθήκαμε στο σεντόνι

Θα χαθώ σε μια πόλη λοιπόν
με ένα φόντο λευκό
κι ας γεμίσει βροχή
κι ας πνιγούμε στις σκάλες
κι ας μη συναντηθούμε ποτέ πουθενά
εγώ θαχω μνήμη εκείνον τον άνθρωπο
με το γέλιο 
τους καπνούς
και τις δυο μαύρες κάλτσες


Γιατί είναι  ωραίο να κοιμάσαι με άνθρωπο

18 Οκτωβρίου 2012

Δευτέρα



Και τρόμαξα με την ζωή
και χώθηκα σέ ένα κελί
προχώρησα με βλέμμα υγρό
με χέρι καθαρό
 μόνο μου όπλο έναν κίτρινο ουρανό
Απο πού να αρχίσω
δίχως  τέλος  να κυλήσω
να αφοπλίσω

να μυρίσω

να γεμίσω 

να οπλίσω

να σημαδέψω στο νερό

και πυροβολώντας
να μιλήσω

Είχα πεί πως θα γυρίσω
θα κρατήσω ό,τι μένει στο μυαλό
λευκά ψέματα
ένα μάτι που τα βλέπει όλα
μια καμπύλη
την γραμμή στο πρόσωπο
Κι άν πρέπει να φύγω;
εύχομαι οτι  απλά θα φύγω


Έρχομαι μέ έναν ήλιο στο κεφάλι
κι είσαι ανήσυχος καθώς  φεύγει
και δύει
και χάνεσαι
και με αφήνεις χωρίς ανάσα
και κλεινεις την πόρτα
και νιώθω σα να πήρες τον αέρα έξω απο το δωμάτιο
μαζί σου
Κι όπως η άμμος μπορεί να γλιστρήσει
 ανάμεσα απο τα δάχτυλά σου
έτσι μπορούν και όλες οι μέρες σου
Σαν μια σταγόνα παχιά
και διαπεραστική 
θα περιμένεις
Κι οταν η βροχή ξεκινήσει να πέφτει
θα απλώσω τα χέρια να σε πιάσω μή πέσεις

Άν τα καταφέρουμε μπορεί να καθίσουμε μαζί μία δευτέρα
και να γελάσουμε
κάτω απ'τον ήλιο
πάνω σε χόρτα ξερά
Άν δεν τα καταφέρουμε
να ξέρεις,πως υπάρχει μία κυρία που είναι σίγουρη
πως ό,τι λάμπει είναι χρυσός
Αγοράζει μια σκάλα για τον ουράνο
κι όταν φτάνει εκεί ξέρει
οτι κάτι σέρνει τη ψυχή της σ'ένα όμορφο έδαφος
Και είναι δευτέρα.


2 Οκτωβρίου 2012

ΒόμΒα Στιγμών




















Περπάτησα λεει εχθές με ένα κόκκινο παλτό
σε μια λεωφόρο 
γεμάτη μανόλιες.
Ενα κίτρινο λεωφορείο με διαπέρασε κορνάροντας επίμονα
Μια γάτα μου παραπονέθηκε στο πεζοδρόμιο,
φανάρια μου έγνεφαν ειρωνικά μέσα στη νύχτα.
Σαυτό εδώ το παράθυρο του ισογείου
καμπουριασμένος απάνω στην γραφομηχανή του
με δυό φαγωμένα γκρίζα γάντια
έλιωνε λέξεις
Δεν περίμενε υπομονετικά.
Το χέρι του πήγαινε
πήγαινε
μιά στο τσιγάρο μιά στο κρασί
και το δάχτυλο ''τακ''
 στο γιώτα,στο λάμδα.
Πισω του μια στίβα πιάτα που ακόμα δεν είχαν πλυθεί
πλαί στο γραφείο
 μία  τετράποδη παρέα ανασαίνει βαριά
Χυμένος στο πάτωμα
σχεδόν συνομήλικος του
 με μουσούδα κατάστεγνη.
Φιγούρες που το μυαλό εύκολα συγκρατεί
δύσκολα αποχωρίζεται
Ο ήλιος  έκαιγε κάθε σπλάχνο στο πέρασμα, 
κι οι λέξεις φεύγανε σα ρουκέτες πάνω στα πλήκτρα:

Σου μιλώ για μιά εποχή
που κόσμος θα βηματίζει χωρίς βάρος στα πόδια
Θα κρατάνε χέρια στα χέρια τους
και θα γλιστράνε με φόρα στο πάγο
Περισσότερο απ'όσο πρέπει
περισσότερο απ'όσο χρειάζεται.
Ο ήλιος θα γεμίζει τις λάμπες
και θα ζεστάινει το μέσα μας
Το βράδυ στις 11 μια κόκκινη κάπα 
στεκότανε στο παράθυρο μου
δεν γύρισα να μιλήσω
Το ποτήρι καθρέφτιζε ενα πρόσωπο γυναικείο
λευκό απ'το κρύο
Νόμιζα θα μιλήσει
μα κοίταζε μέσα στο δωμάτιο,
να βρεί καμιά σκόρπια λέξη ίσως
Έμεινε ώρα εκεί
μέχρι που κόλλησα ένα τσιγάρο στο στόμα
τράβηξα σπίρτο 
και με τη πρώτη βαθιά, 
χάθηκε.
Ούτε που πρόλαβα.
Που πάνε;
μέσα στη νύχτα
 που πάνε;
ξοδεύουν αλόγιστα τον εαυτό τους
σε πεζοδρόμια
σε πάρκα
μέσα σ'ανελκυστήρες
με φυλακές τίγκα
τρελοκομεία γυμνά
Ο έρωτας προς τα μέσα
με εκέινη τη κόκκινη κάπα
Τη ξέχασα κιόλας
Πως πέρπατάει
πως μιλάει κι αγαπάει;
Στις τσέπες τί νά'χε;
Ίσως στην δεξιά την εποχή που σου λέω
 Και στην αριστερή μια βόμβα στιγμών
Ούτε που πρόλαβα.
Έσκασε
κι ανατίναξε
κάθε στιγμή
κάθε βλέμμα 
Τις βρώμικες σελίδες μου
το τασάκι
Σκόρπισε στον αέρα
τις ξάπλες μας στο κρεββάτι
τα ρουχα 
τα γράμματα
τα παιχνίδια.
Κι ούτε που πρόλαβα.

18 Αυγούστου 2012

Κουταλιά






















Θέλω να πέσω σε ένα βαθύ πιάτο με ουρανό.

Με τους φίλους μου πάνω στο ψωμί
και εσένα για βούτυρο.
Να βουτάω τα μούτρα μου ξανά και ξανά 
Θέλω να ξαπλώσουμε με τον ήλιο ακίνητο ,να μην περνάει ο χρόνος,να μην μας διαπερνάει κανένα ζόρι ,καμία βιασύνη,
να δροσιζόμαστε απ τις σταγόνες που σταζουν από μια πολύχρωμη μπουγάδα
να κάνουμε έρωτα κάτω απ τη κουτάλα
να ακροβατουμε στο πιρούνι
και να πετάμε τα μαχαίρια στο κάδο.
Θέλω  να βλέπω εσένα και τον κοκαλωμένο ήλιο αντι  για τον τροχονόμο και τα φανάρια.
Να ακούω την βραχνάδα σου κάθε πρωί αντι για το σκουπιδιάρικο.
Θέλω όταν μεγαλώσω να γίνω σιωπηλή.
Να μην χρειάζεται να πω πολλά.
Να καταλαβαίνεις από την στάση του κορμιού μου.
Από το βλέμμα μου.
Να μην υπάρχουν εξηγήσεις  για εκείνο το πιάτο  με το αλειμμένο ψωμί και τα μαχαιροπίρουνα.

Θυμασαι;




Άραγε την μπουγάδα την μάζεψαν;
ακόμα μυρίζει..


Το πιάτο έσπασε.
Τα πιρουνια στραβωσαν
και τα μαχαίρια είναι ακόμα στο κάδο.

Μόνο το κουτάλι κράτησα.

Δεν θυμάσαι.


Οι ευχές σου μόνο κοίταξε να μην καταντήσουν καταϊδρωμένες.










1 Ιουνίου 2012

Μέσα μας





































Ας τον,θα ξεφουσκώσει
μες σε ποτάμια θα ξεπλυθεί
Ας τον να ακολουθήσει
να κυνηγήσει
να μάθει τι πάει να πει
υπομονή
υπομονή
κι αδημονεί

Κι αν σου γυρίσει
μία κουβέντα
πνίξτο στο στρώμα
το γαμώτο
Και φτύσε μόνο φιλιά
Δώστου χαστούκια
με μάτια στεγνά
Πέστου ένα φύγε
κι όταν γυρίσει
ρώτα
που πήγε
Ανάμεσα σε εσένα κι εσένα
χωράνε προσθέσεις μονάδων
στριμώχνονται οι αντιθέσεις καυγάδων
Ζαλίζει
μεθάει
ιδρώνεις
σκορπάει
Μηδέν μυστικά
διψάνε για αλήθειες
Πάνω σε νύχτες , σεντόνια
τρέμουν κεριά
Στο δέρμα
τα δάχτυλα απαλά
Άκου
θα φύγω
Μείνε εκεί στη γωνιά
Θα γυρίσω εγώ μια κλειδαριά
κι όλα αέρας
θα γίνουν
θα τολμήσω ξανά
Σκίζω τις λέξεις μου
και θα σωπάσω στα αλήθεια
για αυτήν τη φορά
Θα κόψουμε την κορδέλα
κι ο τερματισμός θα πνιγεί
σε μια χούφτα φιλιά
Εντάξει
ξεκινάμε ξανά



Εσύ που πάντα γελάς 
με χέρια καθαρά
Κι είμαι κι εγώ 
που ψάχνω την φωνή να βρω
στο σώμα σου
Που έχει κλείσει 
έχει βραχνιασει
Και λέμε πάλι 
δε πειράζει
Ας τον τολμήσουμε τον έρωτα σε τούτο το κρεββάτι
κι ας είναι και επανάληψη
κι ας είναι κύκλος
και στροφές
Πάλι δικός μας θαναι



18 Μαΐου 2012

AΜΕτρητα ΜΕτρήματα


 





















Στις βόλτες  είμαι συντροφιά με ρολόγια στα χέρια
Δεν χρειάζομαι τον χρόνο
Τί να μου κάνει ο χρόνος
Δεν χρειάζομαι τις βόλτες
Πού να με πάνε οι βόλτες
Ένα τηλέφωνο χρειάζομαι
Να ακούω τις φωνές
Ούτε κι αυτό
Τόσοι αριθμοί
Μπλεγμένοι με ιστορίες,υστερίες
Τον αέρα χρειάζομαι
Να με χτυπάει στο πρόσωπο
Να μου καθαρίζει τα μάτια
Νερο
Να ξεπλένει το δέρμα
Κι ένα κρεβάτι
Είδα στον ύπνο μου παιδιά
Να τρέχουν
Πάνω σε ένα σχοινί
Πως μπορείς να τρέχεις πάνω σενα σχοινί
Θα πεσεις
Είναι σιγουρο ότι θα φας τα μούτρα σου
Κι όμως μπορούν
Αυτός ο κόσμος χρειάζεται λίγη ξεκούραση
Αυτός ο κόσμος που μιλάει,που κάνει πως μιλάει,γεμάτος χειρονομίες,αμφιβολίες
που πιο πολύ φοβάται
παρά αντιδράει
Νομίζει πως διασχίζει έναν δρόμο
πως χτυπάει μια πόρτα
καρφώνει ένα βλέμμα
φιλάει ένα στομα
Ίσως και παραπάνω
Τι να χορτάσει από ένα στόμα
Δεν θα στο πεί ποτέ πόσα στοματα είναι
Δεν θα τα μετρήσει μπροστά σου
Τι ντροπη!
να μετράς με τα δάχτυλα
αριθμούς,μήνες,φορές,αγάπες,γραμμάρια,χρόνια,γενέθλία
Ο θεός μου θυμάται πάντα
ο θεός μου αγαπάει
κοιτάει
δεν χαρίζει
κρίνει
μιλάει
μπερδέυει
αλλά είναιεδώ κάτω
σε κανέναν ουρανό
σε καμία διάσταση
σε κανένα κάδρο
εδώ
γυρω μου
τον βλέπω
με βλέπει
τον πλένω
τον ταίζω 
τον παιδεύω
τον διώχνω και τον φωνάζώ οπουδήποτε
με οποιονδήποτε
σε οτιδήποτε 
Όπου κι αν γυρίσεις τα μάτια σου
οι καθρέπτες σε βρίσκουνε
μην αγνοείς
δέξου και δείξου
Κι άσε τις προσευχές να γονατίζουν για'σένα.
 


27 Απριλίου 2012








































Καλοκαίριασε μάνα
άνοιξαν οι ταράτσες
οι αυλές

οι πλατείες
Άκουσα τα γέλια 
που σύνθλιψαν τις κλειδαριές στα παραθύρια
Δεν χορταίνω να τα ακούω μάνα
Τι βάσανο κι αυτό
να περιμένεις έναν ολόκληρο χειμώνα να περάσει
για να σου' ρθει ο Ιούλιος
κι ο Αύγουστος
που πλακώνονται φίλια κι αγγίγματα
και χώνεις τα χέρια κάτω απτην άμμο
να πιάσεις βρεγμένα δάχτυλα
αγαπημένα δάχτυλα



Κι εκείνο το απόγευμα τον είδα μάνα
να με κοιτά με πείσμα μες στα μάτια
σαν μωρό που σε καρφώνει με επιμονή
με μάτια μπηγμένα στο δάκρυ
να βλέπω τις λέξεις να φεύγουν απτις κόρες 
να ρέουν έξω 
Και  με πόδια ξυπόλυτα να τρέχει
πάνω στα κρύα πλακάκια
να στενεύει μες στο δωμάτιο
να πνίγει το σώμα του σένα στρώμα
-φίλησε με
+φοβάμαι
-τι;
+θα μου ρουφήξεις την ψυχή
είπε
και σκόρπισε μάνα
χάθηκε κάτω απτο δέρμα 
με μια θέρμη στο πετσί
τόσο οικεία μάνα
θυμόταν ακόμη το χίονι έξω απο το παράθυρο
και το τρίξιμο που έκαναν οι σανίδες του κρεβατιού
ένας ήχος άσπιλος
κι αθώος
κοιμήθηκε μέναν νεκρό εχθρό,μάνα
αγκάλιασε το αιώνιο
κι εκείνο έγινε αιχμηρό
μάτωσε τα ''για πάντα''
σε γουλιές
και μαξιλάρια
Το τέλος δεν είναι κρότος
δεν είναι λυγμός μάνα
Επικίνδυνο να γεμίζεις όλες τις ραφές
μέσα απο έναν καθρέφτη


Κι αυτό το κουμπί ρε μάνα 
με την ένδειξη ''μου αρέσει''
με καίει 
Κανένας δε (μου) διαβάζει δυνατά ιστορίες πιά
εκτός αν είσαι παιδί
ούτε πιά γράμματα
μόνο λογαριασμόι
Τον είδα πάλι μάνα
στα χαμηλά
Θα με πάρει μια νύχτα είπε
να μου δείξει την πόλη
δεν είναι δρόμοι και κτίρια μόνο
λεει
Είναι ο αντίλαλος
απο το παιδικό μας γέλιο
που κόβει τη νύχτα σε κομμάτια
είναι το σκουριασένο ποδήλατο 
που θυμάται τα έφηβα βήματά μας
οι σκισμένες φωτογραφίες 
που επιπλέουν στο νερό
και το βρεγμένο χώμα που κρατάει την ιστορία μας νωπή

Φοβήθηκα μάνα
την ζωή
πιό πολύ απο τον θάνατο
με μούτρα υποχόνδρια
Γλίστρησα
κι έπεσα
κι έκλαψα 
κι εκέινος εκεί 
με εκείνο το ξεχαρβαλωμένο βλέμμα μάνα








26 Απριλίου 2012





























Αν μέσα στη ψυχή σου έχεις κρύψει ένα μπαλόνι
και δυο παπούτσια παιδικά
κανένας δεν το ξέρει

Κι αν έρθει η ώρα 
που εσύ δεν θα βλέπεις πια
θα γράφω εγώ για σένα τις λέξεις
θα κρατάω τα κόμματα
θα  σφίγγω τα θαυμαστικά
θα χαλαρώνω τις τελείες
και θα σβήνω τα αποσιωπητικά
Σε ένα κορδόνι απάνω θα κρεμάσω τα βήματα μας να τα δένεις κάθε πρωί πριν φεύγεις

Να λες παιδί μου ¨σαγαπω¨
κι ας ειν’ ο κόσμος κούφιος
κι ας ειν’ τα μάτια τους στεγνά
βασανισμένα
Να λες  “δεν είναι τόσο αργά’’
κι ας πέρασαν τα χρόνια
κι ας ζάρωσαν τα χείλη
Να βλέπεις πέρα από τη σάρκα
-σου το λέω-
ο κόσμος 
δεν επέζησε χάρη στην πέτρα
ή στο χαρτί
μα από τους έρωτες
τα γέλια ή τα πάθη
κι απ’της μητέρας την στοργή 
κρατήθηκε
να μην σκορπίσει.
Αν μέσα στη ψυχή σου έχεις κρύψει ένα μπαλόνι
Και δυο παπούτσια παιδικά
πρέπει να πολεμήσεις.