Σελίδες

18 Οκτωβρίου 2012

Δευτέρα



Και τρόμαξα με την ζωή
και χώθηκα σέ ένα κελί
προχώρησα με βλέμμα υγρό
με χέρι καθαρό
 μόνο μου όπλο έναν κίτρινο ουρανό
Απο πού να αρχίσω
δίχως  τέλος  να κυλήσω
να αφοπλίσω

να μυρίσω

να γεμίσω 

να οπλίσω

να σημαδέψω στο νερό

και πυροβολώντας
να μιλήσω

Είχα πεί πως θα γυρίσω
θα κρατήσω ό,τι μένει στο μυαλό
λευκά ψέματα
ένα μάτι που τα βλέπει όλα
μια καμπύλη
την γραμμή στο πρόσωπο
Κι άν πρέπει να φύγω;
εύχομαι οτι  απλά θα φύγω


Έρχομαι μέ έναν ήλιο στο κεφάλι
κι είσαι ανήσυχος καθώς  φεύγει
και δύει
και χάνεσαι
και με αφήνεις χωρίς ανάσα
και κλεινεις την πόρτα
και νιώθω σα να πήρες τον αέρα έξω απο το δωμάτιο
μαζί σου
Κι όπως η άμμος μπορεί να γλιστρήσει
 ανάμεσα απο τα δάχτυλά σου
έτσι μπορούν και όλες οι μέρες σου
Σαν μια σταγόνα παχιά
και διαπεραστική 
θα περιμένεις
Κι οταν η βροχή ξεκινήσει να πέφτει
θα απλώσω τα χέρια να σε πιάσω μή πέσεις

Άν τα καταφέρουμε μπορεί να καθίσουμε μαζί μία δευτέρα
και να γελάσουμε
κάτω απ'τον ήλιο
πάνω σε χόρτα ξερά
Άν δεν τα καταφέρουμε
να ξέρεις,πως υπάρχει μία κυρία που είναι σίγουρη
πως ό,τι λάμπει είναι χρυσός
Αγοράζει μια σκάλα για τον ουράνο
κι όταν φτάνει εκεί ξέρει
οτι κάτι σέρνει τη ψυχή της σ'ένα όμορφο έδαφος
Και είναι δευτέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

μή διστάζεις.ακόμη και ανώνυμα